αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: μείδημα | Medium diacritics: μείδημα | Low diacritics: μείδημα | Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ |
Transliteration A: meídēma | Transliteration B: meidēma | Transliteration C: meidima | Beta Code: mei/dhma |
ατος, τό,
A smile, Hes.Th.205 (pl.).
μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.
ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.
μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.