μεθοδικότητα

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

η
το να γίνεται κάτι με μέθοδο, με σύστημα («η επιτυχία του οφείλεται στη μεθοδικότητα της εργασίας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθοδικός. Η λ., στον λόγιο τ. μεθοδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].