μεθοδικότητα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
το να γίνεται κάτι με μέθοδο, με σύστημα («η επιτυχία του οφείλεται στη μεθοδικότητα της εργασίας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθοδικός. Η λ., στον λόγιο τ. μεθοδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].