μελισσαίος
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
μελισσαῑος, -α, -ον (Α) μέλισσα
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῑος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῑον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.