Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέντα

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

(I)
η
1. βοτ. το φυτό μένθη ή μίνθη, που ανήκει σε γένος δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την τριβή αναδίδουν ευχάριστη μυρωδιά που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό μέντα
1. ηδύποτο με άρωμα μέντας, αλλ. πίπερμαν
3. καραμέλα με άρωμα μέντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menta < λατ. menta (< μίνθα < αρχ. μίνθη)].———————— (II)
η
1. σφάλμα, λάθος
2. δυστροπία
3. συρραφή τών πανιών πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menda].