μελαγκρήδεμνος
German (Pape)
[Seite 117] mit schwarzer Hauptbinde, Paul. Sil. ecphr. 488; ὁμίχλη, Nonn. par. 6, 67.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκρήδεμνος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρον κεφαλόδεσμον, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 488· καθόλου, σκοτεινός, ὁμίχλη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ϛʹ, 17.
Greek Monolingual
μελαγκρήδεμνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο
2. σκοτεινός, μαύρος («μελαγκρήδεμνος ὁμίχλη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος» (πρβλ. κυανο-κρήδεμνος, λιθο-κρήδεμνος)].