αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
μελαμπέδιλος, -ον (Μ)αυτός που φορά μαύρα σανδάλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλο-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος)].