μελαμπέδιλος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
μελαμπέδιλος, -ον (Μ)
αυτός που φορά μαύρα σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλοπέδιλος, χρυσοπέδιλος)].