ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Full diacritics: μερόεν | Medium diacritics: μερόεν | Low diacritics: μερόεν | Capitals: ΜΕΡΟΕΝ |
Transliteration A: meróen | Transliteration B: meroen | Transliteration C: meroen | Beta Code: mero/en |
μεριστικόν, Hsch.
μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].