μεταγενέστερος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεταγενέστερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι
αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον ὑπόμνημα καταλιπεῑν τοῑς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μεταγενέστερη εποχή»
(ιστ.) ή «μεταγενέστερη περίοδος» — η περίοδος που ακολούθησε την κλασική, η μετά τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινή
αρχ.
επακόλουθος («μεταγενεστέραν μετά ταῡτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.).
επίρρ...
μεταγενεστέρως και μεταγενέστερα
σε μεταγενέστερους χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του μεταγενής.