μεστώνω
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
(ΑM μεστῶ, -όω) μεστός
γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, το κάνω να ωριμάσει, το σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια»)
2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι, ψήνομαι, δένω («τα αχλάδια μέστωσαν»)
3. (για πρόσωπα) σχηματίζομαι, διαπλάσσομαι πλήρως σωματικά («μεστωμένο παλικάρι»)
4. μτφ. φθάνω σε ωριμότητα, αναπτύσσομαι πνευματικά («ευτυχώς, το μυαλό του μέστωσε επιτέλους»)
μσν.
παθ. μεστοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι
αρχ.
παθ. γεμίζω με κάτι, χορταίνω.