μετακενώνω

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

(ΑM μετακενῶ, -όω)
αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω
νεοελλ.
μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ.
μσν.-αρχ.
μτφ. διοχετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].