μετανάστευση
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
η (Μ μετανάστευσις) μεταναστεύω
ατομική ή ομαδική εγκατάλειψη μιας χώρας για εγκατάσταση σε άλλη, μετοικεσία, αποδημία, ξενιτεμός·