μεταξάς
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταξού μετάξι
1. τεχνίτης ή βιομήχανος ο οποίος ασχολείται με την κατεργασία της μέταξας, μεταξουργός
2. έμπορος μέταξας
3. ιδιοκτήτης μεταξουργείου.