μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
μετωποφορῶ, -έω (Μ)φέρω πάνω στο μέτωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. μαυρο-φορώ].