μετροειδής

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετροειδής Medium diacritics: μετροειδής Low diacritics: μετροειδής Capitals: ΜΕΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: metroeidḗs Transliteration B: metroeidēs Transliteration C: metroeidis Beta Code: metroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like metre, metrical, Demetr.Eloc.181,182.

German (Pape)

[Seite 163] ές, dem Versmaaß, Rhythmus ähnlich, Demetr. Phaler. 184.

Greek (Liddell-Scott)

μετροειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς μέτρον, μετρικός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.

Greek Monolingual

μετροειδής, -ές (Α)
όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -ειδής].