μεταλλοειδής

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταλλοειδή
χημ. άλλη ονομασία τών επαμφοτεριζόντων χημικών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Ιωαννίδη].