μηλινοειδής
English (LSJ)
ές,
A of a quince-yellow, Thphr.HP6.2.8,7.3.1.
German (Pape)
[Seite 172] ές, apfel- oder quittenfarbig, quittengelb, Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.
Greek Monolingual
μηλινοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + -ειδής].