μηλινοειδής

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλῐνοειδής Medium diacritics: μηλινοειδής Low diacritics: μηλινοειδής Capitals: ΜΗΛΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēlinoeidḗs Transliteration B: mēlinoeidēs Transliteration C: milinoeidis Beta Code: mhlinoeidh/s

English (LSJ)

μηλινοειδές, of a quince-yellow, yellowish, apple-like, quince-yellow Thphr. HP 6.2.8,7.3.1.

German (Pape)

[Seite 172] ές, apfelfarbig, quittenfarbig, quittengelb, quittegelb, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.

Greek Monolingual

μηλινοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + -ειδής].