μίανση
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
η (Α μίανσις) μιαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα
2. μόλυνση, ρύπανση
3. μτφ. ηθική μόλυνση.