χθών
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ἡ, gen. χθονός,
A earth, esp. the surface of it (rarely soil, χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag.872): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 (Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11); ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375, cf. 10.149, Il.14.349; ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα 8.492, cf. 11.619; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483; κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473, cf. 3.89; χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180; ἐπὶ χ., opp. οὐρανῷ, 4.443; ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο 1.88; ἐπὶ χ. σῖτον ἔδοντες Od.8.222, etc.; τοὶ ἐπὶ χ. ναιετάουσι 6.153; ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χ. S.Tr.811; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc.151; ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός Od.11.52; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th.588; κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24, cf. OC1546 (Pass.); χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38; κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463 (lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag.576; ὑπὸ χθονός, of the nether world, Τάρταρον... ἧχι βάθιστον ὑπὸ χ. ἐστι βέρεθρον Il.8.14; κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10, cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χ. φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch.833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu.115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χ. τόπους ib. 1023. 2 earth, i.e. the world, Id.Pr.139 (anap.), Ag.528; ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr.956. 3 Earth, as a goddess, A.Pr.207, Eu.6. II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χ., of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χ., of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χ., of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χ. Ἀσιᾶτις, Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art., πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El.423; τῆς περιρρύτου χ. Αήμνου Id.Ph.1; τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT795; τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj.846; τῆς Ἀθηναίων χ. (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city, τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC1348; νόμους χθονός Id.Ant.368 (lyr.), cf. OT736,939; Com., ὦ πόλι φίλη Κέκροπος, . . οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr.110 (lyr.); ξένης ἀπὸ χ. Eup.71 (paratrag.). (Cf. Skt. loc. k[snull ]ámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. dū 'place' (acc. don, dat. dun).)