οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
μονοσιτῶ, -έω (Α) μονόσιτος1. τρώγω μόνο μία φορά την ημέρα2. τρώγω μόνος, χωρίς συντροφιά.