μολιβουργός
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ὁ,
A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.
German (Pape)
[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.
Greek (Liddell-Scott)
μολῐβουργός: -όν, = μολυβδουργός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251.
Greek Monolingual
μολιβουργός, ὁ (Α)
βλ. μολυβουργός.