Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μίνθη

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

η (Α μίνθη και μίνθα και μίνθος)
η μέντα («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από γλώσσα του προελληνικού υποστρώματος (πρβλ. καλαμίνθη και λατ. menta). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών φυτών].