πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
[Seite 199] ὁ, = μολγός.
μόλγης, -ητος, ὁ (Α)μοχθηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολγός + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. πεν-ης, πλάν-ης)].