μολόχα
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
και μελόχη και μολόχη, η (Α μολόχη)
νεοελλ.
κοινή, σήμερα, ονομασία τών 8 ελληνικών ειδών του γένους μάλβα, καθώς και τών 5 ελληνικών ειδών του γένους αλθαία
αρχ.
το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαλάχη. Η διαφορά του φωνηεντισμού παραμένει ανερμήνευτη].