μονοσήμαντος

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

German (Pape)

[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)
(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη
νεοελλ.
(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].