μυζήθρα

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

και μυτζήθρα, η (Μ μυζήθρα και μεζήθρα)
γαλακτοκομικό τυροειδές προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από το υπόλοιπο του γάλακτος μετά την πήξη και την παραλαβή του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ζυμήθρα, με αντιμετάθεση τών -ζ- και -μ-].