Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ναρκότης, ἡ (Μ)1. νάρκωση, νάρκη2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].