Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
νᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νᾶνος, πλαγγών, «κοῦκλα»· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς κύρ. ὄνομα θηλ.
νανίον, τὸ (Α) νάνος υποκορ. του νάνος.