νυκτήγρετον

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτήγρετον Medium diacritics: νυκτήγρετον Low diacritics: νυκτήγρετον Capitals: ΝΥΚΤΗΓΡΕΤΟΝ
Transliteration A: nyktḗgreton Transliteration B: nyktēgreton Transliteration C: nyktigreton Beta Code: nukth/greton

English (LSJ)

τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.

Greek Monolingual

νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].