νωτοχορδή
From LSJ
Greek Monolingual
η
βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και του πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά, περιβάλλεται ή αντικαθίσταται από τη σπονδυλική στήλη, αλλ. νωτιαία χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. notochord (< νώτον + λατ. chorda < χορδή.