νωτοχορδή

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

η
βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και του πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά, περιβάλλεται ή αντικαθίσταται από τη σπονδυλική στήλη, αλλ. νωτιαία χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. notochord (< νώτον + λατ. chorda < χορδή).]