νομοταγής

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές του νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων
2. (κατ' επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές
3. φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. -τάγ-ην), πρβλ. μεσο-ταγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].