ξενοδόχημα

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

German (Pape)

[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.

Greek Monolingual

ξενοδόχημα, τὸ (Μ) ξενοδοχώ
1. φιλοξενία
2. ξενοδοχείο.