εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
το ξεγδέρνώ
1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά
2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα της επιδερμίδας, νυχιά, γρα
τσουνιά, αμυχή
3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» — η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα.