ξέγδαρμα

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το ξεγδέρνώ
1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά
2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα της επιδερμίδας, νυχιά, γρα
τσουνιά, αμυχή
3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» — η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα.