ξέβγα

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το
έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστ. του ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)].