νωμήτωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who distributes, Doroth. ap. Heph.Astr.3.30, Man.6.357. II one who guides, moves, etc., Nonn.D.12.20, 48.165.
Greek (Liddell-Scott)
νωμήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διανέμων, Μανέθων 6. 357. ΙΙ. ὁ ὁδηγῶν, κινῶν, κτλ., Νόνν. Δ. 12. 20., 48. 165.
Greek Monolingual
νωμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει («κρεῶν νωμήτορας ἄνδρας», Μαν.)
2. κυβερνήτης, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ)].