μπρατσάρισμα

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

το μπρατσάρω
ναυτ. το τράβηγμα και δέσιμο του σχοινιού το οποίο διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, η τακτοποίηση τών κεραιών του ιστιοφόρου και τών ιστίων που κρέμονται από αυτές για να ξεκινήσει το πλοίο, κερούλκηση.