Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Full diacritics: νηττοφόνος | Medium diacritics: νηττοφόνος | Low diacritics: νηττοφόνος | Capitals: ΝΗΤΤΟΦΟΝΟΣ |
Transliteration A: nēttophónos | Transliteration B: nēttophonos | Transliteration C: nittofonos | Beta Code: nhttofo/nos |
ὁ,
A duck-killer, a kind of eagle, Aquila naevia, Arist. HA618b25.
νηττοφόνος, -ον, ὁ (Α)
1. νηττοκτόνος
2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-φόνος, νεβρο-φόνος.