μυρτοχειλίδες

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

German (Pape)

[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.

Greek Monolingual

μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) μυρτόχειλα
(κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».