ξεχώρισμα

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ξεχωρίζω
1. τοποθέτηση σε χωριστή, διαφορετική θέση
2. ιδιαίτερη προτίμηση, διάκριση
3. το να φαίνεται, να διακρίνεται κάτι καθαρά
4. υπεροχή έναντι άλλων.