το ξεχωρίζω1. τοποθέτηση σε χωριστή, διαφορετική θέση2. ιδιαίτερη προτίμηση, διάκριση3. το να φαίνεται, να διακρίνεται κάτι καθαρά4. υπεροχή έναντι άλλων.