-η, -ο1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» — τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω].