μουρλαίνω

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μούρλος
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω
2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του»)
β) ερεθίζω, ζαλίζω («τον μούρλανε με τα χάδια της»)
3. παθ. μουρλαίνομαι
κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά του μόλις το άκουσε»).