μπάτσος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

και πάτσος, ο (Μ μπάτσος και πάτσος) ράπισμα, χαστούκι
νεοελλ.
1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) αστυνομικός
2. φρ. «είναι του κλότσου και του μπάτσου» — είναι τιποτένιος, κανείς δεν τον λογαριάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπατς που κάνει το χτύπημα στο μάγουλο. Κατ' άλλους, η λ. < εβραιογερμ. patch «μπάτσος»].