μπάτσος
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Greek Monolingual
και πάτσος, ο (Μ μπάτσος και πάτσος) ράπισμα, χαστούκι
νεοελλ.
1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) αστυνομικός
2. φρ. «είναι του κλότσου και του μπάτσου» — είναι τιποτένιος, κανείς δεν τον λογαριάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπατς που κάνει το χτύπημα στο μάγουλο. Κατ' άλλους, η λ. < εβραιογερμ. patch «μπάτσος»].