νευρότρωτος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον,
A wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.
Greek (Liddell-Scott)
νευρότρωτος: -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ νεῦρα ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.
Greek Monolingual
νευρότρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, τενοντό-τρωτος].