νορμ
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Greek Monolingual
το, και νόρμα, η
μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες της απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση της έννοιας της απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, του μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.