νορμ

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, και νόρμα, η
μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες της απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση της έννοιας της απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, του μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.