νεφρίδιο
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
το
βιολ. ανατομική και λειτουργική μονάδα του απεκκριτικού συστήματος πολλών πρωτόγονων ασπονδύλων και του κεφαλοχορδωτού αμφίοξος ή αμφιοξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephridium (< νεφρός)].