μουλαράς

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός
2. ιδιοκτήτης μουλαριών
3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + -άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ-άς, ψωμ-άς)].