μπιρμπίλι
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(I)
και μπιμπίλι, το μπιρμπίλα
η μπιρμπίλα.———————— (II)
και μπιμπίλι, το
1. το αηδόνι
2. φρ. «μπιρμπίλι της θάλασσας» — η αλκυόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].